πριμοσκουτάριος

πριμοσκουτάριος
ὁ, Μ
1. ασπιδοφόρος σωματοφύλακας στη βασιλική φρουρά
2. στον πληθ. oἱ πριμοσκουτάριοι
οι σωματοφύλακες υπερασπιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primus scutarius < primus «πρώτος» + scutarius «ασπιδοφόρος» (< scutum «ασπίδα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”